ασπρίζω

ασπρίζω
blanchir

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Regardez d'autres dictionnaires:

  • ασπρίζω — ασπρίζω, άσπρισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ασπρίζω — 1. κάνω κάτι άσπρο, λευκαίνω 2. βάφω άσπρο, ασβεστώνω 3. καθαρίζω ηθικά, εξαγνίζω 4. ξασπρίζω, ξεθωριάζω, κάνω κάτι να χάσει το άσπρο χρώμα του 5. φαίνομαι άσπρος, διακρίνομαι με τη λευκότητά μου («κάτι άσπριζε στο βάθος») 6. ασπρίζουν τα μαλλιά… …   Dictionary of Greek

  • ασπρίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος 1. ως μτβ., λευκαίνω, ασβεστώνω: Πρέπει να ασπρίσουμε το σπίτι. 2. ως αμτβ., γίνομαι άσπρος, αποχτώ άσπρα μαλλιά: Άσπρισαν τα μαλλιά του. 3. φαίνομαι άσπρος: Μακριά τους κάτι άσπριζε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λευκαίνω — (AM λευκαίνω) [λευκός] 1. κάνω κάτι λευκό, ασπρίζω (α. «οι καθαροί λευκαίνονται αιθέριοι κάμποι», Κάλβ. β. «ἐς γένυν ἕρπει λευκαίνων ὁ χρόνος», Θεόκρ. γ. «ἡ δὲ χροιὰ τοῡ σώματος οὔτε πρὸς τὸ θηλυπρεπὲς ἐλευκαίνετο, οὔτε πρὸς τὸ μελάντερον… …   Dictionary of Greek

  • ξασπρίζω — 1. κάνω κάτι να αποκτήσει λευκό χρώμα, ασπρίζω, λευκαίνω 2. γίνομαι λευκός, αποκτώ λευκό χρώμα 3. αποχρωματίζω, ξεθωριάζω («τα ρούχα τά ξάσπρισε ο ήλιος») 4. χάνω το χρώμα μου, αποχρωματίζομαι, ξεθωριάζω 5. (για στάχια) ωριμάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • άσπρισμα — το [ασπρίζω] 1. το το να κάνει άσπρο κάποιος κάτι με πλύσιμο ή με καθάρισμα 2. το ασβέστωμα …   Dictionary of Greek

  • άσπρος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 912 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στην κοιλάδα του Αξιού, κοντά στα σύνορα με τον νομό Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. * * * η, ο (AM ἄσπρος, η, ο) ο λευκός μσν. νεοελλ. 1. ο ασημένιος… …   Dictionary of Greek

  • αργαίνω — ἀργαινω (Α) [αργός Ι] κάνω κάτι λευκό, ασπρίζω …   Dictionary of Greek

  • ασβεστώνω — [ασβέστης] 1. επαλείφω με ασβέστη, ασπρίζω τοίχο 2. χρησιμοποιώ άφθονα καλλυντικά για το πρόσωπο («ασβεστωμένα μούτρα») 3. ανακατεύω χώμα με ασβέστη για λίπανση …   Dictionary of Greek

  • ασπριστής — ο [ασπρίζω] αυτός που ασπρίζει, που ασβεστώνει τοίχο, σπίτι κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • γαλακτίζω — και γαλαχτίζω (AM γαλακτίζω) [γάλα] νεοελλ. ασβεστώνω, ασπρίζω αρχ. μσν. τρέφω με γάλα αρχ. 1. είμαι λευκός σαν το γάλα 2. διαγράφω τροχιά σαν τού Γαλαξία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”